- διασκέπτομαι
- διασκέφτηκα, συσκέπτομαι, σκέφτομαι μαζί με άλλους: Το συμβούλιο της εταιρείας διασκέπτεται για την πολιτική που θα ακολουθήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διασκέπτομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκέπτομαι — (Α διασκέπτομαι) 1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά 2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων … Dictionary of Greek
διεσκεμμένα — διασκέπτομαι perf part mp neut nom/voc/acc pl διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc/acc dual διεσκεμμένᾱ , διασκέπτομαι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτομένων — διασκέπτομαι pres part mp fem gen pl διασκέπτομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτόμεθα — διασκέπτομαι pres ind mp 1st pl διασκέπτομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεπτόμενον — διασκέπτομαι pres part mp masc acc sg διασκέπτομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψαμένων — διασκέπτομαι aor part mp fem gen pl διασκέπτομαι aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψάμενον — διασκέπτομαι aor part mp masc acc sg διασκέπτομαι aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψόμεθα — διασκέπτομαι aor subj mp 1st pl (epic) διασκέπτομαι fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεψόμενον — διασκέπτομαι fut part mp masc acc sg διασκέπτομαι fut part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)